ψευδαισθησία

ψευδαισθησία
ψευδαισθηση [-ις (-εως)] η иллюзия, обман чувств

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ψευδαισθησία" в других словарях:

  • ψευδαισθησία — ψευδαισθησία, η και ψευδαίσθηση, η διαταραχή της αίσθησης κατά την οποία παράγεται συναίσθημα χωρίς εξωτερικό ερέθισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαναισθησία — η, Ν φυσιολογική ή παθολογική πλάνη τών αισθήσεων, ψευδαισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνη + αίσθηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • ψευδαίσθηση — Η καταγραφή στη συνείδηση μιας αντίληψης ως πραγματικής, χωρίς να υπάρχει ερέθισμα ικανό να την προκαλέσει. Πρέπει να διακρίνεται από την παραίσθηση, στην οποία έχουμε διαστρέβλωση μιας πραγματικής αντίληψης. Oι ψ. μπορεί να είναι οπτικές,… …   Dictionary of Greek

  • φαντασίωση — η 1. το να πλάθει κανείς με τη φαντασία, ίνδαλμα: Τις φαντασιώσεις του απεικονίζει ο ζωγράφος. 2. ψευδαισθησία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψευδαισθητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή προέρχεται ή αναφέρεται στην ψευδαισθησία, φανταστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»